Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσικοχορευτικός η μουσικοχορευτική το μουσικοχορευτικό
      γενική του μουσικοχορευτικού της μουσικοχορευτικής του μουσικοχορευτικού
    αιτιατική τον μουσικοχορευτικό τη μουσικοχορευτική το μουσικοχορευτικό
     κλητική μουσικοχορευτικέ μουσικοχορευτική μουσικοχορευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσικοχορευτικοί οι μουσικοχορευτικές τα μουσικοχορευτικά
      γενική των μουσικοχορευτικών των μουσικοχορευτικών των μουσικοχορευτικών
    αιτιατική τους μουσικοχορευτικούς τις μουσικοχορευτικές τα μουσικοχορευτικά
     κλητική μουσικοχορευτικοί μουσικοχορευτικές μουσικοχορευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσικοχορευτικός < μουσικο- + χορευτικός

  Επίθετο επεξεργασία

μουσικοχορευτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία