Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούσα οι μούσες
      γενική της μούσας των μουσών
    αιτιατική τη μούσα τις μούσες
     κλητική μούσα μούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μούσα < αρχαία ελληνική Μοῦσα / μοῦσα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmu.sa/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μούσα θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κάθε μια από τις εννέα Μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδες των τεχνών
  2. (μεταφορικά) (κατʼ επέκταση) πρόσωπο που αποτελεί πηγή της έμπνευσης για έναν δημιουργό

ΥπώνυμαΕπεξεργασία

  1. Καλλιόπη (επική ποίηση)
  2. Κλειώ (ιστορία)
  3. Ερατώ (λυρική ποίηση)
  4. Ευτέρπη (μουσική)
  5. Μελπομένη (τραγωδία)
  6. Πολύμνια (ιερή ποίηση)
  7. Τερψιχόρη (χορός)
  8. Θάλεια (κωμωδία)
  9. Ουρανία (αστρονομία)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία