Θάλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θάλεια | οι | Θάλειες |
γενική | της | Θάλειας | — | |
αιτιατική | τη | Θάλεια | τις | Θάλειες |
κλητική | Θάλεια | Θάλειες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Θάλεια< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θάλεια < θάλεια < θάλλω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθa.li.a/ (ως γυναικείο όνομα, και /ˈθa.ʎa/)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θά‐λει‐α