Δείτε επίσης: Θάλεια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλία < θάλλω, ανθίζω.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλία θηλυκό ( & θαλίη)

  1. αφθονία, πλούτος
  2. ευτυχία, ευθυμία
  3. θαλίαι (πληθ.) γλέντια, συμπόσια