ευτυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευτυχία | οι | ευτυχίες |
γενική | της | ευτυχίας | των | ευτυχιών |
αιτιατική | την | ευτυχία | τις | ευτυχίες |
κλητική | ευτυχία | ευτυχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευτυχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐτυχία < εὐτυχής. Μορφολογικά αναλύεται σε εὖ (ευ-) + τύχ(η) + -ία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ftiˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐τυ‐χί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευτυχία θηλυκό
- κατάσταση ευφορίας και ψυχοσωματικής ικανοποίησης που πηγάζει από την επίτευξη κάποιων στόχων
- καλή τύχη, καλοτυχία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τους όρους ευτυχής, ευ- και τύχη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευτυχία
|
Πηγές
επεξεργασία- ευτυχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευτυχία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)