ευτυχία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευτυχία | οι | ευτυχίες |
γενική | της | ευτυχίας | των | ευτυχιών |
αιτιατική | την | ευτυχία | τις | ευτυχίες |
κλητική | ευτυχία | ευτυχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευτυχία < αρχαία ελληνική εὐτυχία < εὖ + τύχη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ευτυχία θηλυκό
- κατάσταση ευφορίας και ψυχοσωματικής ικανοποίησης που πηγάζει από την επίτευξη κάποιων στόχων
- καλή τύχη, καλοτυχία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ευτυχία
|