εὐτυχής
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐτυχής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εὐτυχής > εὐ- + τυχ- + -ής
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο
επεξεργασίαεὐτυχής
- καλότυχος, που ευνοείται από την τύχη
- που φέρνει ευτυχία
- γουρλίδικος, που φέρνει τύχη
- προσφώνηση βασιλέων και ευγενών
- ευχάριστος
για τη σημασία «ευτυχισμένος» → δείτε τη λέξη εὔτυχος
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία(κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)
- εὐτυχεῖς (πληθυντικός, και ως ουσιαστικό αρσενικό)
- εὐτυχῆ (ουδέτερο, πληθυντικός)
- εὐτυχοῦς (γενική ενικού)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἁγνοευτυχισμένος
- ἐπευτυχῶ
- εὐτυχαίνω
- εὐτυχαποστέλλω
- εὐτύχημαν, εὐτύχημα
- εὐτυχία, εὐτυχιά
- εὐτυχιάρης
- εὐτυχίζω
- εὐτυχισμός
- εὐτυχίτης
- Εὐτυχοευτυχία (προσωποποιημένο)
- Εὐτυχοκυρά
- εὔτυχος
- εὐτυχοτυχία
- εὐτυχοτυχῶ
- εὐτυχοχαριτωμένος
- εὐτυχῶ, φτυχῶ
- εὐτυχῶς
- καλοευτύχημα
- Καλοευτυχία (προσωποποιημένο)
- πανευτυχής
→ και δείτε τις λέξεις εὐ- και τύχη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὐτυχής αρσενικό
- ο άρχοντας
Πηγές
επεξεργασία- εὐτυχής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐτυχής | τὸ | εὐτυχές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐτυχοῦς | τοῦ | εὐτυχοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐτυχεῖ | τῷ | εὐτυχεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐτυχῆ | τὸ | εὐτυχές | ||
κλητική ὦ! | εὐτυχές | εὐτυχές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐτυχεῖς | τὰ | εὐτυχῆ | ||
γενική | τῶν | εὐτυχῶν | τῶν | εὐτυχῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐτυχέσῐ(ν) | τοῖς | εὐτυχέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐτυχεῖς | τὰ | εὐτυχῆ | ||
κλητική ὦ! | εὐτυχεῖς | εὐτυχῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐτυχεῖ | τὼ | εὐτυχεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐτυχοῖν | τοῖν | εὐτυχοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὐτυχής, -ής, -ές, συγκριτικός : εὐτυχέστερος, υπερθετικός : εὐτυχέστατος
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- εὐτυχής - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὐτυχής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐτυχής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.