Δείτε επίσης: ευ-, εὖ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εὐ- < εὖ

  Πρόθημα

επεξεργασία

εὐ- και εὔ-

  • χρησιμοποιείται στο σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν κάτι καλό
    εὐαγγελία (καλή είδηση)
    εὔκοιλος (που έχει μεγάλη κοιλιά)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐ- < εὖ

  Πρόθημα

επεξεργασία

εὐ- και εὔ-

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία