Δείτε επίσης: εύφορος, Εὔφορος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὔφορος τὸ εὔφορον
      γενική τοῦ/τῆς εὐφόρου τοῦ εὐφόρου
      δοτική τῷ/τῇ εὐφόρ τῷ εὐφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔφορον τὸ εὔφορον
     κλητική ! εὔφορε εὔφορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὔφοροι τὰ εὔφορ
      γενική τῶν εὐφόρων τῶν εὐφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐφόροις τοῖς εὐφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐφόρους τὰ εὔφορ
     κλητική ! εὔφοροι εὔφορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐφόρω τὼ εὐφόρω
      γεν-δοτ τοῖν εὐφόροιν τοῖν εὐφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔφορος < εὐ- + φορός

  Επίθετο επεξεργασία

εὔφορος, -ος, -ον

  1. που είναι υποφερτός με υπομονή ή ευχαρίστηση
  2. που κρατιέται εύκολα
  3. που εξαπλώνεται με γρήγορη ταχύτητα
  4. χαρακτηρισμός για ενεργητικό σώμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία