κρατιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρατιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος κρατάω / κρατώ
Ρήμα
επεξεργασίακρατιέμαι, π.αόρ.: κρατήθηκα, μτχ.π.π.: κρατημένος
- συγκρατούμαι, έχω αρπαχτεί από κάπου.
- κρατώ κάτι στο χέρι μου
- ⮡ ο γιος μου όταν έχει λεφτά, δεν κρατιέται, τα ξοδεύει αλόγιστα
- κρατώ το χέρι κάποιου άλλου
- ⮡ όταν κυκλοφορούν στο δρόμο, κρατιούνται χεράκι-χεράκι
- αισθάνομαι νέος και ακμαίος παρά την ηλικία μου
- ⮡ αυτό το αμάξι κρατιέται καλά παρά την παλαιότητά του
- καταπιέζω κάτι που νιώθω, ώστε να μην εκδηλωθεί
- ※ Κι εγώ τότε δεν μπόρεσα πια να κρατηθώ, ξέσπασα στα κλάματα. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: συγκρατούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρατιέμαι