κρατιέμαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρατιέμαι<παθητική φωνή του ρήματος κρατώ
ΡήμαΕπεξεργασία
κρατιέμαι
- συγκρατούμαι, έχω αρπαχτεί από κάπου.
- κρατώ κάτι στο χέρι μου
- ο γιος μου όταν έχει λεφτά, δεν κρατιέται, τα ξοδεύει αλόγιστα
- κρατώ το χέρι κάποιου άλλου
- όταν κυκλοφορούν στο δρόμο, κρατιούνται χεράκι-χεράκι
- αισθάνομαι νέος και ακμαίος παρά την ηλικία μου
- αυτό το αμάξι κρατιέται καλά παρά την παλαιότητά του
- καταπιέζω κάτι που νιώθω, ώστε να μην εκδηλωθεί
- Κι εγώ τότε δεν μπόρεσα πια να κρατηθώ, ξέσπασα στα κλάματα. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κρατιέμαι