ακμαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακμαίος | η | ακμαία | το | ακμαίο |
γενική | του | ακμαίου | της | ακμαίας | του | ακμαίου |
αιτιατική | τον | ακμαίο | την | ακμαία | το | ακμαίο |
κλητική | ακμαίε | ακμαία | ακμαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακμαίοι | οι | ακμαίες | τα | ακμαία |
γενική | των | ακμαίων | των | ακμαίων | των | ακμαίων |
αιτιατική | τους | ακμαίους | τις | ακμαίες | τα | ακμαία |
κλητική | ακμαίοι | ακμαίες | ακμαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακμαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκμαῖος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική florissant[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /akˈme.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ακ‐μαί‐ος
Επίθετο
επεξεργασία
ακμαίος -α -ο
- που βρίσκεται στην ακμή του, που ακμάζει
- ⮡ ένας ακμαίος πολιτισμός
- δυνατός, ισχυρός, με σωματικές και πνευματικές δυνάμεις
- ⮡ παρά τα χρόνια του παραμένει ακόμα ακμαίος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακμαίος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ακμαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας