Δείτε επίσης: ακμαίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκμαῖος < ἀκμή

  Επίθετο επεξεργασία

ἀκμαῖος -α -ον

  1. που βρίσκεται στην ακμή του, που ακμάζει
  2. που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο