δυνατός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυνατός | η | δυνατή | το | δυνατό |
γενική | του | δυνατού | της | δυνατής | του | δυνατού |
αιτιατική | τον | δυνατό | τη | δυνατή | το | δυνατό |
κλητική | δυνατέ | δυνατή | δυνατό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυνατοί | οι | δυνατές | τα | δυνατά |
γενική | των | δυνατών | των | δυνατών | των | δυνατών |
αιτιατική | τους | δυνατούς | τις | δυνατές | τα | δυνατά |
κλητική | δυνατοί | δυνατές | δυνατά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυνατός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δυνατός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.naˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐να‐τός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δυνατός
- με μεγάλη σωματική δύναμη
- ο άνθρωπος με υψηλές ικανότητες για κάτι
- ↪ οι δυνατοί φοιτητές έχουν μεγαλύτερες ελπίδες να πάρουν πτυχίο
- ο ικανός
- ο εφικτός
- ↪ δεν είναι νομικά δυνατή η εκδίωξη ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη
- που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση ή σφοδρότητα
- ↪ φυσούσε δυνατός άνεμος
- (στη βυζαντινή ιστορία, ως ουσιαστικό) αυτός που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη των πλούσιων γαιοκτημόνων και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ισχυρός:
καλογυμνασμένος:
εφικτός:
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
με μεγάλη σωματική δύναμη
|
εφικτός, πιθανός
|
μεγάλης έντασης
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δυνατός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυνατός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δυνατός
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δυνατός» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «δυνατός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «δυνατός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.