δυνατός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυνατός < αρχαία ελληνική δυνατός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.na.ˈtɔs/ αρσενικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δυνατός
- με μεγάλη σωματική δύναμη
- ο άνθρωπος με υψηλές ικανότητες για κάτι
- οι δυνατοί φοιτητές έχουν μεγαλύτερες ελπίδες να πάρουν πτυχίο
- ο ικανός
- ο εφικτός
- δεν είναι νομικά δυνατή η εκδίωξη ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη
- που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση ή σφοδρότητα
- φυσούσε δυνατός άνεμος
- (στη βυζαντινή ιστορία, ως ουσιαστικό) αυτός που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη των πλούσιων γαιοκτημόνων και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ισχυρόςΕπεξεργασία
καλογυμνασμένοςΕπεξεργασία
εφικτόςΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
με μεγάλη σωματική δύναμη
εφικτός, πιθανός