ισχυρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ισχυρός < αρχαία ελληνική ἰσχυρός < ἰσχύς
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ισχυρός, -ή, -ο
- που έχει δύναμη, ισχύ (σωματική, ψυχική, νομική κ.ά.)
- που βρίσκεται σε θέση ισχύος
- που δεν υποχωρεί
- που δύσκολα αμφισβητείται, κλονίζεται ή αντικρούεται
- που έχει μεγάλη ένταση
- αποτελεσματικός, δραστικός
- (γραμματική) ο γραμματικός τύπος που αποτελεί την πλήρη μορφή
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ισχυρότερος
- ανίσχυρα
- ανίσχυρος
- ισχυρά
- ισχυρογνώμονας
- ισχυρογνωμοσύνη
- ισχυρογνώμων
- ισχυροποίηση
- ισχυροποιώ
- ισχυρώς
- πανίσχυρος
- → δείτε τη λέξη ισχύς
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- ισχυρό φύλο: το φύλο που επιβάλλεται στο άλλο (κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι το ανδρικό, άλλοι επιμένουν πως πρόκειται για το γυναικείο!)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- το δίκαιο του ισχυροτέρου: όταν, κατά παράβαση των γραπτών ή ηθικών αρχών δικαίου, επιβάλλεται αυτό που θεωρεί δίκαιο ο στρατιωτικά, αριθμητικά ή σωματικά δυνατότερος