Δείτε επίσης: ισχύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰσχύς αἱ ἰσχύες
      γενική τῆς ἰσχύος τῶν ἰσχύων
      δοτική τῇ ἰσχύῐ̈ ταῖς ἰσχύσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἰσχύν τὰς ἰσχῦς
     κλητική ! ἰσχύ ἰσχύες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰσχύε
γεν-δοτ τοῖν  ἰσχύοιν
Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἰσχύς, ήδη σύνθετο στη μυκηναϊκή 𐀂𐀱𐀓𐀺𐀈𐀵 (i-su-ku-wo-do-to, *ισχυο-δοτος), χωρίς δίγαμμα < αβέβαιης ετυμολογίας με πολλές προτάσεις ετυμολογίας. Όπως, σύνδεση με το αρχαϊκό συνώνυμο Ϝίς ἴς (δύναμη)(λατινική vis) που όμως αποκλείεται, καθώς γνωρίζουμε ότι δεν υπήρξε δίγαμμα στο θέμα, ή θέμα ἰ- + σχ- όπως στο ἔχω, ή προελληνικής αρχής, ή άλλες εκδοχές.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰσχύς, -ύος θηλυκό

  1. η ισχύς
  2. το κεντρικό ή ισχυρότερο σώμα ενός παρατεταγμένου στρατού
  3. η ωμή βία
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 62.24
    καὶ οὗτοι ἰδίας δυνάμεις ἐλπίσαντες ἔτι μᾶλλον σχήσειν εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε, κατέχοντες ἰσχύι τὸ πλῆθος ἐπηγάγοντο αὐτόν
    και αυτοί επειδή ήλπιζαν ότι θα ενισχύονταν οι δικές τους δυνάμεις αν οι Πέρσες κυριαρχούσαν, ελέγχοντας δια της ωμής βίας το λαό, έφεραν τους Πέρσες
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. (ελληνιστική σημασία) η ζωηρότητα ύφους ενός συγγραφέα
  5. η κινητήριος δύναμη

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ἰσχυ- 

και