Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
vis vis

vis (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyǝ- (δύναμη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vis θηλυκό

  1. δύναμη
  2. βία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vis vires
γενική (vis) virium
δοτική (vi) viribus
αιτιατική vim vires
κλητική (vis) vires
αφαιρετική vi viribus

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

vis

  • β' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος volo



Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vis (nl)