Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
volo voli

volo (it)


  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
volo < πρωτοϊταλική *welō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *welh₁- (επιλέγω, θέλω) → δείτε τα ομόρριζα: αρχαία ελληνικά λῶ/λάω (θέλω, βούλομαι), ἔλδομαι/ἐέλδομαι (επιθυμώ, ποθώ), σανσκριτικά वृणीते (vṛṇīte) (προτιμώ) & αγγλοσαξονικά willan (θέλω, επιθυμώ)

volo

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
volo < πρωτοϊταλική *gʷelāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷelh₁-éh₂-ye-ti (ρίχνω, σηκώνω το χέρι) < *gʷelH- (ρίχνω) → δείτε τα ομόρριζα βάλλω, βολή, βέλος, βλήμα

volo

  • πετώ
    Verba volant, scripta manent
    Τα λόγια «πετούν», τα γραπτά (παρα)μένουν

Ανώμαλη κλίση → λείπει η κλίση

Ενεργητική φωνή

Απαρέμφατα

Ενεστώτας: velle

Παρακείμενος: voluisse

Μετοχές

Ενεστώτας: volēns


Οριστική

Ενεστώτας: volo, vis, vult, volumus, vultis, volunt

Παρατατικός: volebam, volebas, volebat, volebamus, volebatis, volebant

Μέλλοντας: volam, voles, volet, volemus, voletis, volent

Παρακείμενος: volui, voluisti, voluit, voluimus, voluistis, voluerunt

Υπερσυντέλικος: volueram, volueras, voluerat, volueramus, volueratis, voluerant

Συντ. Μέλλοντας: voluero, volueris, voluerit, voluerimus, volueritis, voluerint


Υποτακτική

Ενεστώτας: velim, velis, velit, velimus, velitis, velint

Παρατατικός: vellem, velles, vellet, vellemus, velletis, vellent

Μέλλοντας: -

Παρακείμενος: voluerim, volueris, voluerit, voluerimus, volueritis, voluerint

Υπερσυντέλικος: voluissem, voluisses, voluisset, voluissemus, voluissetis, voluissent

Συντ. Μέλλοντας: -