Ετυμολογία

επεξεργασία
σηκώνω το χέρι, <  δείτε τις λέξεις σηκώνω και χέρι.

σηκώνω το χέρι

  1. ζητώ το λόγο για να μιλήσω
  2. ψηφίζω, συμμετέχω σε ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
  3. χειροδικώ, ή απειλώ να χτυπήσω

Μεταφράσεις

επεξεργασία