Ετυμολογία

επεξεργασία
σηκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σηκώνω < ελληνιστική κοινή σηκῶ (ζυγίζω σε ζυγαριά βάζοντας και βγάζοντας βαρίδια έτσι ώστε να σηκωθεί το ένα μέρος και να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με το άλλο) συνηρημένος τύπος του σηκόω + -ώνω[1]

σηκώνω, αόρ.: σήκωσα, παθ.φωνή: σηκώνομαι, π.αόρ.: σηκώθηκα, μτχ.π.π.: σηκωμένος

  1. μετακινώ από κάτω προς τα πάνω, υψώνω, ανυψώνω
    ⮡  οι στρατιώτες σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν.
    ⮡  Σήκωσε τους ώμους του αντί να απαντήσει και έφυγε.
    ⮡  Σήκωσε από κάτω τη μπάλα και την έριξε στο καλάθι.
    ⮡  Ο πρωταθλητής στην τελική του προσπάθεια σήκωσε 200 κιλά.
  2. φέρω ένα φορτίο, επωμίζομαι
    ⮡  Τόσα χρόνια σηκώνει τα βάρη όλης της οικογένειας και δεν παραπονιέται.
  3. (κατ’ επέκταση) αντέχω, ανέχομαι
    ⮡  Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά τα τσαλιμάκια.
    ⮡  Το τροφοδοτικό δε σήκωνε τους πρόσθετους σκληρούς δίσκους και ο υπολογιστής δε λειτουργούσε καλά.
  4. παίρνω χρήματα ή αντικείμενα από κάπου
    1. κάνω ανάληψη χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό
      ⮡  Θα σηκώσω 500€ από το ATM.
    2. κλέβω
      ⮡  Μπήκαν κλέφτες και μου σήκωσαν όλο το σπίτι.
  5. (οικείο) ανεγείρω, χτίζω
    ※  Αναρωτιέται κανείς ποιες διεργασίες ψυχής ώθησαν τους κατοίκους του μικρού χωριού στο να σηκώσουν μια τέτοια μητρόπολη. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  6. χωράω κι άλλο
  7. μου ταιριάζει γευστικά-αρωματικά κτλ. κι άλλο / λίγο περισσότερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • σηκώνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ζητούμενο λήμμα