σηκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σηκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σηκώνω < ελληνιστική κοινή σηκῶ (ζυγίζω σε ζυγαριά βάζοντας και βγάζοντας βαρίδια έτσι ώστε να σηκωθεί το ένα μέρος και να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με το άλλο) συνηρημένος τύπος του σηκόω + -ώνω[1]
Ρήμα
επεξεργασίασηκώνω, αόρ.: σήκωσα, παθ.φωνή: σηκώνομαι, π.αόρ.: σηκώθηκα, μτχ.π.π.: σηκωμένος
- μετακινώ από κάτω προς τα πάνω, υψώνω, ανυψώνω
- ⮡ οι στρατιώτες σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν.
- ⮡ Σήκωσε τους ώμους του αντί να απαντήσει και έφυγε.
- ⮡ Σήκωσε από κάτω τη μπάλα και την έριξε στο καλάθι.
- ⮡ Ο πρωταθλητής στην τελική του προσπάθεια σήκωσε 200 κιλά.
- φέρω ένα φορτίο, επωμίζομαι
- ⮡ Τόσα χρόνια σηκώνει τα βάρη όλης της οικογένειας και δεν παραπονιέται.
- (κατ’ επέκταση) αντέχω, ανέχομαι
- ⮡ Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά τα τσαλιμάκια.
- ⮡ Το τροφοδοτικό δε σήκωνε τους πρόσθετους σκληρούς δίσκους και ο υπολογιστής δε λειτουργούσε καλά.
- παίρνω χρήματα ή αντικείμενα από κάπου
- (οικείο) ανεγείρω, χτίζω
- ※ Αναρωτιέται κανείς ποιες διεργασίες ψυχής ώθησαν τους κατοίκους του μικρού χωριού στο να σηκώσουν μια τέτοια μητρόπολη. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- χωράω κι άλλο
- μου ταιριάζει γευστικά-αρωματικά κτλ. κι άλλο / λίγο περισσότερο
Εκφράσεις
επεξεργασία- δε με σηκώνει ο αέρας
- δε με σηκώνει το κλίμα
- δε σηκώνω κεφάλι
- θα σε πάρει και θα σε σηκώσει
- σηκώνω κεφάλι
- σηκώνω το τραπέζι
- σηκώνω το χέρι
- σηκώνω τους ώμους
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σηκώνω | σήκωνα | θα σηκώνω | να σηκώνω | σηκώνοντας | |
β' ενικ. | σηκώνεις | σήκωνες | θα σηκώνεις | να σηκώνεις | σήκωνε | |
γ' ενικ. | σηκώνει | σήκωνε | θα σηκώνει | να σηκώνει | ||
α' πληθ. | σηκώνουμε | σηκώναμε | θα σηκώνουμε | να σηκώνουμε | ||
β' πληθ. | σηκώνετε | σηκώνατε | θα σηκώνετε | να σηκώνετε | σηκώνετε | |
γ' πληθ. | σηκώνουν(ε) | σήκωναν σηκώναν(ε) |
θα σηκώνουν(ε) | να σηκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σήκωσα | θα σηκώσω | να σηκώσω | σηκώσει | ||
β' ενικ. | σήκωσες | θα σηκώσεις | να σηκώσεις | σήκωσε | ||
γ' ενικ. | σήκωσε | θα σηκώσει | να σηκώσει | |||
α' πληθ. | σηκώσαμε | θα σηκώσουμε | να σηκώσουμε | |||
β' πληθ. | σηκώσατε | θα σηκώσετε | να σηκώσετε | σηκώστε | ||
γ' πληθ. | σήκωσαν σηκώσαν(ε) |
θα σηκώσουν(ε) | να σηκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σηκώσει | είχα σηκώσει | θα έχω σηκώσει | να έχω σηκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σηκώσει | είχες σηκώσει | θα έχεις σηκώσει | να έχεις σηκώσει | έχε σηκωμένο | |
γ' ενικ. | έχει σηκώσει | είχε σηκώσει | θα έχει σηκώσει | να έχει σηκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σηκώσει | είχαμε σηκώσει | θα έχουμε σηκώσει | να έχουμε σηκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σηκώσει | είχατε σηκώσει | θα έχετε σηκώσει | να έχετε σηκώσει | έχετε σηκωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σηκώσει | είχαν σηκώσει | θα έχουν σηκώσει | να έχουν σηκώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σηκωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σηκωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σηκωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σηκωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σηκώνομαι | σηκωνόμουν(α) | θα σηκώνομαι | να σηκώνομαι | ||
β' ενικ. | σηκώνεσαι | σηκωνόσουν(α) | θα σηκώνεσαι | να σηκώνεσαι | ||
γ' ενικ. | σηκώνεται | σηκωνόταν(ε) | θα σηκώνεται | να σηκώνεται | ||
α' πληθ. | σηκωνόμαστε | σηκωνόμαστε σηκωνόμασταν |
θα σηκωνόμαστε | να σηκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | σηκώνεστε | σηκωνόσαστε σηκωνόσασταν |
θα σηκώνεστε | να σηκώνεστε | (σηκώνεστε) | |
γ' πληθ. | σηκώνονται | σηκώνονταν σηκωνόντουσαν |
θα σηκώνονται | να σηκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σηκώθηκα | θα σηκωθώ | να σηκωθώ | σηκωθεί | ||
β' ενικ. | σηκώθηκες | θα σηκωθείς | να σηκωθείς | σηκώσου | ||
γ' ενικ. | σηκώθηκε | θα σηκωθεί | να σηκωθεί | |||
α' πληθ. | σηκωθήκαμε | θα σηκωθούμε | να σηκωθούμε | |||
β' πληθ. | σηκωθήκατε | θα σηκωθείτε | να σηκωθείτε | σηκωθείτε | ||
γ' πληθ. | σηκώθηκαν σηκωθήκαν(ε) |
θα σηκωθούν(ε) | να σηκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σηκωθεί | είχα σηκωθεί | θα έχω σηκωθεί | να έχω σηκωθεί | σηκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις σηκωθεί | είχες σηκωθεί | θα έχεις σηκωθεί | να έχεις σηκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σηκωθεί | είχε σηκωθεί | θα έχει σηκωθεί | να έχει σηκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σηκωθεί | είχαμε σηκωθεί | θα έχουμε σηκωθεί | να έχουμε σηκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σηκωθεί | είχατε σηκωθεί | θα έχετε σηκωθεί | να έχετε σηκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σηκωθεί | είχαν σηκωθεί | θα έχουν σηκωθεί | να έχουν σηκωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σηκωμένος - είμαστε, είστε, είναι σηκωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σηκωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σηκωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σηκωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σηκωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σηκωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σηκωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σηκώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σηκώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σηκώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- σηκώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].