σηκώνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σηκώνω < μεσαιωνική ελληνική σηκώνω < αρχαία ελληνική σηκῶ (ζυγίζω σε ζυγαριά βάζοντας και βγάζοντας βαρίδια έτσι ώστε να σηκωθεί το ένα μέρος και να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με το άλλο)
ΡήμαΕπεξεργασία
σηκώνω
- μετακινώ από κάτω προς τα πάνω, υψώνω, ανυψώνω
- οι στρατιώτες σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν
- σήκωσε τους ώμους του αντί να απαντήσει και έφυγε
- σήκωσε, από κάτω, την μπάλα και την έριξε στο καλάθι
- ο πρωταθλητής στην τελική του προσπάθεια σήκωσε 200 κιλά
- φέρω ένα φορτίο, επωμίζομαι
- τόσα χρόνια σηκώνει τα βάρη όλης της οικογένειας και δεν παραπονιέται
- (κατ' επέκταση) αντέχω, ανέχομαι
- δεν τα σηκώνω εγώ αυτά τα τσαλιμάκια
- το τροφοδοτικό δε σήκωνε τους πρόσθετους σκληρούς δίσκους και ο υπολογιστής δε λειτουργούσε καλά
- παίρνω χρήματα ή αντικείμενα από κάπου
- κάνω ανάληψη χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό
- θα σηκώσω 500€ από το ATM
- κλέβω
- μπήκαν κλέφτες και μου σήκωσαν όλο το σπίτι
- (οικείο) ανεγείρω, χτίζω
- Αναρωτιέται κανείς ποιες διεργασίες ψυχής ώθησαν τους κατοίκους του μικρού χωριού στο να σηκώσουν μια τέτοια μητρόπολη. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους)
- κάνω ανάληψη χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- σηκώνω το τραπέζι: μαζεύω τα πιάτα από το τραπέζι μετά το φαγητό
- σηκώνω (το) χέρι (σε κάποιον): χτυπάω ή απειλώ να χτυπήσω (κάποιον)
- σηκώνω το χέρι: ζητάω τον λόγο, ζητάω να μιλήσω
- σηκώνω κεφάλι: σταματάω να υπακούω
- δε σηκώνω κεφάλι: κάνω κάτι χωρίς περισπασμούς
- (ανα)σηκώνω τους ώμους: για ένδειξη άγνοιας ή αδιαφορίας
- σηκώνω λίγο ακόμα, -η: α. χωράω κι άλλο, β. μου ταιριάζει γευστικά-αρωματικά κτλ. κι άλλο / λίγο περισσότερο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σηκώνω | σήκωνα | θα σηκώνω | να σηκώνω | σηκώνοντας | |
β' ενικ. | σηκώνεις | σήκωνες | θα σηκώνεις | να σηκώνεις | σήκωνε | |
γ' ενικ. | σηκώνει | σήκωνε | θα σηκώνει | να σηκώνει | ||
α' πληθ. | σηκώνουμε | σηκώναμε | θα σηκώνουμε | να σηκώνουμε | ||
β' πληθ. | σηκώνετε | σηκώνατε | θα σηκώνετε | να σηκώνετε | σηκώνετε | |
γ' πληθ. | σηκώνουν(ε) | σήκωναν σηκώναν(ε) |
θα σηκώνουν(ε) | να σηκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σήκωσα | θα σηκώσω | να σηκώσω | σηκώσει | ||
β' ενικ. | σήκωσες | θα σηκώσεις | να σηκώσεις | σήκωσε | ||
γ' ενικ. | σήκωσε | θα σηκώσει | να σηκώσει | |||
α' πληθ. | σηκώσαμε | θα σηκώσουμε | να σηκώσουμε | |||
β' πληθ. | σηκώσατε | θα σηκώσετε | να σηκώσετε | σηκώστε | ||
γ' πληθ. | σήκωσαν σηκώσαν(ε) |
θα σηκώσουν(ε) | να σηκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σηκώσει | είχα σηκώσει | θα έχω σηκώσει | να έχω σηκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σηκώσει | είχες σηκώσει | θα έχεις σηκώσει | να έχεις σηκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σηκώσει | είχε σηκώσει | θα έχει σηκώσει | να έχει σηκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σηκώσει | είχαμε σηκώσει | θα έχουμε σηκώσει | να έχουμε σηκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σηκώσει | είχατε σηκώσει | θα έχετε σηκώσει | να έχετε σηκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σηκώσει | είχαν σηκώσει | θα έχουν σηκώσει | να έχουν σηκώσει |
|