Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σηκωτός η σηκωτή το σηκωτό
      γενική του σηκωτού της σηκωτής του σηκωτού
    αιτιατική τον σηκωτό τη σηκωτή το σηκωτό
     κλητική σηκωτέ σηκωτή σηκωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σηκωτοί οι σηκωτές τα σηκωτά
      γενική των σηκωτών των σηκωτών των σηκωτών
    αιτιατική τους σηκωτούς τις σηκωτές τα σηκωτά
     κλητική σηκωτοί σηκωτές σηκωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηκωτός < σηκώνω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

σηκωτός, -ή, -ό

  1. που τον σηκώνουν στα χέρια
    δεν τον κράταγαν τα πόδια του να κατέβει τη σκάλα και, αναγκαστικά, τον κατέβασαν σηκωτό
  2. (ειδικότερα) που τον απομακρύνουν από κάπου με τη βία
    πείραξε κάποιον μέσα στο μπαρ και τον πήρανε σηκωτό από κει

χρήση επεξεργασία

  • παίρνω / πάω / μεταφέρω / φέρνω κάποιον σηκωτό
  • βγαίνω / έρχομαι / μπαίνω σηκωτός

  Μεταφράσεις επεξεργασία