Δείτε επίσης: -τος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ός η ή το ό
      γενική του ού της ής του ού
    αιτιατική τον ό τη(ν) ή το ό
     κλητική έ ή ό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οί οι ές τα ά
      γενική των ών των ών των ών
    αιτιατική τους ούς τις ές τα ά
     κλητική οί ές ά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtos/

-τός, -ή, -ό

  1. κατάληξη ρηματικών επιθέτων που δηλώνουν
    1. ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό μπορεί να πάθει αυτό που ορίζει η ρηματική ρίζα
      διδακτός: που μπορεί να διδαχτεί
    2. αυτό που έχει (ή δεν έχει) πάθει ό,τι ορίζει η ρηματική ρίζα. Σε σύνθετες λέξεις είναι άτονο, βλέπε -τος
      ψητός: που έχει ψηθεί
      άψητος: που δεν έχει ψηθεί

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Όλες οι μορφές, ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται

και

Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τός στο Βικιλεξικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -τός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)