Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-τος < αρχαία ελληνική

  ΕπίθημαΕπεξεργασία

-τος, -τη, -το

  1. (παραλλαγή του -τός που χρησιμοποιείται συνήθως σε σύνθετα) κατάληξη ρηματικών επιθέτων που δηλώνουν αυτό που (δεν) έχει πάθει ό,τι ορίζει η ρηματική ρίζα
    άψητος: που δεν έχει ψηθεί
    καγκελόφραχτος: που έχει φραχτεί με κάγκελα
  2. κατάληξη τακτικών αριθμητικών
    τρίτος
    τέταρτος
    πέμπτος

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία