-τος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -τος < αρχαία ελληνική
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-τος, -τη, -το
- (παραλλαγή του -τός που χρησιμοποιείται συνήθως σε σύνθετα) κατάληξη ρηματικών επιθέτων που δηλώνουν αυτό που (δεν) έχει πάθει ό,τι ορίζει η ρηματική ρίζα
- άψητος: που δεν έχει ψηθεί
- καγκελόφραχτος: που έχει φραχτεί με κάγκελα
- κατάληξη τακτικών αριθμητικών
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατάληξη ρηματικών επιθέτων
→ δείτε τη λέξη -τός |