άψητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άψητος | η | άψητη | το | άψητο |
γενική | του | άψητου | της | άψητης | του | άψητου |
αιτιατική | τον | άψητο | την | άψητη | το | άψητο |
κλητική | άψητε | άψητη | άψητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άψητοι | οι | άψητες | τα | άψητα |
γενική | των | άψητων | των | άψητων | των | άψητων |
αιτιατική | τους | άψητους | τις | άψητες | τα | άψητα |
κλητική | άψητοι | άψητες | άψητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
άψητος, -η, -ο
- που δεν έχει ψηθεί ή καλοψηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
άψητος
|