Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. τρίτος < αρχαία ελληνική τρίτος
  2. τρίτος (ουσ.) < : ουσιαστικοποίηση του αριθμητικού η οποία προέκυψε από την συχνή παράλειψη (ως ευκόλως εννοουμένου) του ουσιαστικού που προσδιοριζόταν από το αριθμητικό

  Αριθμητικό

επεξεργασία

τρίτος, -η, -ο

  1. (τακτικό) που ακολουθεί τον δεύτερο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν τρία (3)
    ο τρίτος μήνας, η τρίτη φορά, ήρθε τρίτος

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τρίτη και φαρμακερή: η τρίτη και τελευταία (καθοριστική) προσπάθεια ή ενέργεια
  • τρίτη ηλικία: οι ηλικιωμένοι
  • Τρίτος Κόσμος: οι πρώην αποικίες, αλλά και γενικά οι αγροτικές, φτωχές χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο
  • τρίτο πρόσωπο: άτομο που διαλύει ή απειλεί σχέση ζευγαριού
  • τρίτο πρόσωπο (ρήματος ή αντωνυμίας)
  • στους δύο τρίτος δεν χωρεί: κανείς δεν πρέπει να παρεμβαίνει στα προσωπικά ενός ζευγαριού
  • τρίτα ξαδέλφια: τα παιδιά των δεύτερων εξαδέλφων
  • τρίτη λύση: η μέση λύση ή κάποια νέα πρόταση που απεμπλέκει ένα πρόβλημα
  • τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίτος αρσενικό τρίτη θηλυκό

  1. κάποιος που δεν εμπλέκεται άμεσα σε μια υπόθεση ή δεν έχει άμεση σχέση με κάποιο πρόσωπο
    Δε θα ήθελα να μεταφέρεις αυτά που σου είπα σε οποιονδήποτε τρίτο
    Αυτές είναι οφειλές προς τρίτους
  2. αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, ο τρίτος καπετάνιος ή ο τρίτος μηχανικός
    -Μην κάνεις του κεφαλιού σου. Ρώτα τον τρίτο
  3. ο Μάρτιος (όταν διαβάζουμε ημερομηνία γραμμένη με αριθμητικά ψηφία)
    Το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 18/3 (ανάγνωση:δεκαοχτώ τρίτου)
  4. ο τρίτος όροφος κτιρίου
    Νομίζω μένουν στον τρίτο