τρίτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρίτος < αρχαία ελληνική τρίτος
- τρίτος (ουσ.) < : ουσιαστικοποίηση του αριθμητικού η οποία προέκυψε από την συχνή παράλειψη (ως ευκόλως εννοουμένου) του ουσιαστικού που προσδιοριζόταν από το αριθμητικό
Αριθμητικό
επεξεργασίατρίτος, -η, -ο
- (τακτικό) που ακολουθεί τον δεύτερο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν τρία (3)
- ο τρίτος μήνας, η τρίτη φορά, ήρθε τρίτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τρίτη και φαρμακερή: η τρίτη και τελευταία (καθοριστική) προσπάθεια ή ενέργεια
- τρίτη ηλικία: οι ηλικιωμένοι
- Τρίτος Κόσμος: οι πρώην αποικίες, αλλά και γενικά οι αγροτικές, φτωχές χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο
- τρίτο πρόσωπο: άτομο που διαλύει ή απειλεί σχέση ζευγαριού
- τρίτο πρόσωπο (ρήματος ή αντωνυμίας)
- στους δύο τρίτος δεν χωρεί: κανείς δεν πρέπει να παρεμβαίνει στα προσωπικά ενός ζευγαριού
- τρίτα ξαδέλφια: τα παιδιά των δεύτερων εξαδέλφων
- τρίτη λύση: η μέση λύση ή κάποια νέα πρόταση που απεμπλέκει ένα πρόβλημα
- τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίτος αρσενικό τρίτη θηλυκό
- κάποιος που δεν εμπλέκεται άμεσα σε μια υπόθεση ή δεν έχει άμεση σχέση με κάποιο πρόσωπο
- Δε θα ήθελα να μεταφέρεις αυτά που σου είπα σε οποιονδήποτε τρίτο
- Αυτές είναι οφειλές προς τρίτους
- αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, ο τρίτος καπετάνιος ή ο τρίτος μηχανικός
- -Μην κάνεις του κεφαλιού σου. Ρώτα τον τρίτο
- ο Μάρτιος (όταν διαβάζουμε ημερομηνία γραμμένη με αριθμητικά ψηφία)
- Το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 18/3 (ανάγνωση:δεκαοχτώ τρίτου)
- ο τρίτος όροφος κτιρίου
- Νομίζω μένουν στον τρίτο