↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τακτικός η τακτική το τακτικό
      γενική του τακτικού της τακτικής του τακτικού
    αιτιατική τον τακτικό την τακτική το τακτικό
     κλητική τακτικέ τακτική τακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τακτικοί οι τακτικές τα τακτικά
      γενική των τακτικών των τακτικών των τακτικών
    αιτιατική τους τακτικούς τις τακτικές τα τακτικά
     κλητική τακτικοί τακτικές τακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τακτικός < αρχαία ελληνική τακτικός < τάσσω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ordinaire ή (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ordentlich)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.ktiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

τακτικός, -ή, -ό

  1. (με σύστημα)
    1. που του αρέσει η τάξη
       συνώνυμα: νοικοκύρης
       αντώνυμα: ακατάστατος
    2. που χαρακτηρίζεται από τάξη και συστηματικότητα
       συνώνυμα: νοικοκυρεμένος
       αντώνυμα: ακατάστατος, ατακτοποίητος
    3. που αποτελεί μέρος μιας τακτικής
      τακτικός ελιγμός
       αντώνυμα: άτακτος
  2. (σχετικά με το χρόνο)
    1. που συμβαίνει ανά τακτά προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα
      η τακτική ετήσια γενική συνέλευση του σωματείου
      ※  Ο Παντελής, τακτικός, ανέβαινε κάθε πρωί, και δεν ήξερε τι να κάνει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
       αντώνυμα: έκτακτος
    2. συχνός
      οι τακτικές επισκέψεις του φίλου μας στο γιατρό μάς ανησυχούσαν
  3. (σταθερότητα)
    1. ο μόνιμος, αυτός που παραμένει πάγιος και σταθερός σε μια θέση για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, που κατέχει οργανική σχέση
      όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία ανάδειξης τακτικών μελών, το συλλογικό όργανο της διοίκησης αποκτά νομική υπόσταση
       αντώνυμα: έκτακτος
    2. συνεπής στις υποχρεώσεις
      ήταν τακτικός στις πληρωμές του, ποτέ δεν καθυστέρησε καμία δόση
  4. (γραμματική) τακτικό αριθμητικό: που δηλώνει τη θέση σε μια σειρά
    δείτε και απόλυτο αριθμητικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

δείτε τάσσω, τάξη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία