ατακτοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαατακτοποίητος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που δεν έχει τακτοποιηθεί ακόμα σε κάποια θέση
- ακατάστατος, ασυγύριστος
- πρέπει να γίνουν πολλές δουλειές στο σπίτι, αφού είναι εντελώς ατακτοποίητο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατακτοποίητος
|