Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποχώρηση οι υποχωρήσεις
      γενική της υποχώρησης* των υποχωρήσεων
    αιτιατική την υποχώρηση τις υποχωρήσεις
     κλητική υποχώρηση υποχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποχώρηση < αρχαία ελληνική ὑποχώρησις (4,5: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική concession)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pɔˈxɔ.ɾi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποχώρηση θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία