πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποχώρηση οι υποχωρήσεις
      γενική της υποχώρησης* των υποχωρήσεων
    αιτιατική την υποχώρηση τις υποχωρήσεις
     κλητική υποχώρηση υποχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποχώρηση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία