retraite
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- retraite < retrait
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
retraite | retraites |
retraite (fr) θηλυκό
- η οπισθοχώρηση, η υποχώρηση
- battre en retraite - οπισθοχωρώ
- η σύνταξη
- départ à la retraite - η συνταξιοδότηση
- mettre à la retraite - συνταξιοδοτώ
- partir à la retraite - συνταξιοδοτούμαι
- ο τόπος απομόνωσης, απομάκρυνσης από τους άλλους
- η σμίκρυνση