Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνταξιοδοτούμαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
συνταξιοδοτούμαι
<
συνταξιοδοτώ
Ρήμα
Επεξεργασία
συνταξιοδοτούμαι
παίρνω
σύνταξη
ο διευθυντής
συνταξιοδοτήθηκε
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
συνταξιοδότηση
συνταξιοδοτικός
συνταξιοδοτούμαι
συνταξιοδοτώ
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
συνταξιοδοτούμαι
γαλλικά
:
partir
(fr)
à la
retraite
(fr)
,
prendre
(fr)
sa
retraite
(fr)