Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνταξιοδοτούμαι < συνταξιοδοτώ

  Ρήμα επεξεργασία

συνταξιοδοτούμαι

ο διευθυντής συνταξιοδοτήθηκε

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία