Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
retrait retraits

retrait (fr) αρσενικό

  1. (για χρήματα) η ανάληψη
  2. (για πληθυσμό) η αποχώρηση, η απόσυρση
  3. (για πράξη, δράση) η ανάκληση
  4. (για κάποιο υλικό) η σμίκρυνση, η απόσυρση, η συστολή