Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταξιοδότηση οι συνταξιοδοτήσεις
      γενική της συνταξιοδότησης* των συνταξιοδοτήσεων
    αιτιατική τη συνταξιοδότηση τις συνταξιοδοτήσεις
     κλητική συνταξιοδότηση συνταξιοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνταξιοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνταξιοδότηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνταξιοδότηση θηλυκό


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία