συνταξιοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνταξιοδότηση | οι | συνταξιοδοτήσεις |
γενική | της | συνταξιοδότησης* | των | συνταξιοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | συνταξιοδότηση | τις | συνταξιοδοτήσεις |
κλητική | συνταξιοδότηση | συνταξιοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνταξιοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνταξιοδότηση (μαρτυρείται από το 1849)[1] < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνταξιοδότησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνταξιοδότηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνταξιοδοτώ
Συγγενικά
επεξεργασία- συνταξιούχος
- συνταξιοδοτικός
- συνταξιοδοτούμαι
- συνταξιοδοτώ
- → και δείτε τη λέξη σύνταξη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 964, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- συνταξιοδότηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνταξιοδότηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)