Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνταξιοδοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνταξιοδοτικ
ός
η
συνταξιοδοτικ
ή
το
συνταξιοδοτικ
ό
γενική
του
συνταξιοδοτικ
ού
της
συνταξιοδοτικ
ής
του
συνταξιοδοτικ
ού
αιτιατική
τον
συνταξιοδοτικ
ό
τη
συνταξιοδοτικ
ή
το
συνταξιοδοτικ
ό
κλητική
συνταξιοδοτικ
έ
συνταξιοδοτικ
ή
συνταξιοδοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνταξιοδοτικ
οί
οι
συνταξιοδοτικ
ές
τα
συνταξιοδοτικ
ά
γενική
των
συνταξιοδοτικ
ών
των
συνταξιοδοτικ
ών
των
συνταξιοδοτικ
ών
αιτιατική
τους
συνταξιοδοτικ
ούς
τις
συνταξιοδοτικ
ές
τα
συνταξιοδοτικ
ά
κλητική
συνταξιοδοτικ
οί
συνταξιοδοτικ
ές
συνταξιοδοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
συνταξιοδοτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
Επεξεργασία
συνταξιοδοτικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
συνταξιοδότηση
συνταξιοδοτικός
συνταξιοδοτούμαι
συνταξιοδοτώ
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
συνταξιοδοτικός