• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συνταξιοδοτώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συνταξιοδοτώ < σύνταξις + δοτῶ

  ΡήμαΕπεξεργασία

συνταξιοδοτώ

  1. χορηγώ σύνταξη
  2. (μεταφορικά) θέτω εκτός επικαιρότητας, αχρηστεύω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • συνταξιοδότηση
  • συνταξιοδοτικός
  • συνταξιοδοτούμαι
  • συνταξιοδοτώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    συνταξιοδοτώ
  • γαλλικά : mettre à la retraite (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συνταξιοδοτώ&oldid=5091396"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Μαΐου 2021, στις 09:02
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Μαΐου 2021, στις 09:02.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie