συνταξιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνταξιούχος (μαρτυρείται από το 1833) στην καθαρεύουσα συνταξιοῦχος[1] < σύνταξι(ς) + -ούχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνταξιούχος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- χαμηλοσυνταξιούχος
- → δείτε τη λέξη σύνταξη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 964, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου