↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνταξῐς αἱ συντάξεις
      γενική τῆς συντάξεως τῶν συντάξεων
      δοτική τῇ συντάξει ταῖς συντάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύνταξῐν τὰς συντάξεις
     κλητική ! σύνταξῐ συντάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντάξει
γεν-δοτ τοῖν  συνταξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύνταξις < συντάσσω, συνταγ- + -σις > -ξις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύν- + τάξις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύνταξις, -εως θηλυκό

  1. οργάνωση, τακτοποίηση, διευθέτηση
  2. (στρατιωτικός όρος) παράταξη στρατιωτών
  3. συμφωνία, συνθήκη
  4. εισφορά, πληρωμή φόρου, καταβολή μισθού
  5. συστηματική πραγματεία
  6. (ελληνιστική σημασία) σύνταξη (γραμματική)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συντάσσω, σύν και τάξις