σύνταξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύνταξῐς | αἱ | συντάξεις |
γενική | τῆς | συντάξεως | τῶν | συντάξεων |
δοτική | τῇ | συντάξει | ταῖς | συντάξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σύνταξῐν | τὰς | συντάξεις |
κλητική ὦ! | σύνταξῐ | συντάξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντάξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνταξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασύνταξις, -εως θηλυκό
- οργάνωση, τακτοποίηση, διευθέτηση
- (στρατιωτικός όρος) παράταξη στρατιωτών
- συμφωνία, συνθήκη
- εισφορά, πληρωμή φόρου, καταβολή μισθού
- συστηματική πραγματεία
- (ελληνιστική σημασία) σύνταξη (γραμματική)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συντάσσω, σύν και τάξις
Πηγές
επεξεργασία- σύνταξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύνταξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.