πραγματεία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πραγματεία < αρχαία ελληνική πραγματεία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πραγματεία θηλυκό
- σύγγραμμα το οποίο περιέχει διεξοδική μελέτη και έκθεση συλλογισμών, ιδεών, συμπερασμάτων κλπ πάνω σε κάποιο αντικείμενο
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πραγματεύομαι και πράγμα