Δείτε επίσης: πραγμάτωση, πραγματεία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραγμάτευση οι πραγματεύσεις
      γενική της πραγμάτευσης* των πραγματεύσεων
    αιτιατική την πραγμάτευση τις πραγματεύσεις
     κλητική πραγμάτευση πραγματεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πραγματεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πραγμάτευση < (καθαρεύουσα) πραγμάτευσις < πραγματεύομαι + -σις
Η λέξη πραγμάτευσις δημιουργήθηκε από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο το 1859 (βλ. Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 834)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πραγμάτευση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία