scholarship
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scholarship | scholarships |
scholarship (en)
- η υποτροφία, χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον από έναν οργανισμό για να πληρώσει για την εκπαίδευσή του
- ⮡ He is studying on a scholarship.
- Σπουδάζει με υποτροφία.
- ⮡ He is studying on a scholarship.
- (μη μετρήσιμο) η ευρυμάθεια, η κατάρτιση