πραγματεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πραγματεύομαι < αρχαία ελληνική πραγματεύομαι
Ρήμα
επεξεργασίαπραγματεύομαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
επεξεργασία- πραγματεία
- πραγματευμένος
- πραγμάτευση
- → δείτε τη λέξη πράγμα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πραγματεύομαι | πραγματευόμουν(α) | θα πραγματεύομαι | να πραγματεύομαι | ||
β' ενικ. | πραγματεύεσαι | πραγματευόσουν(α) | θα πραγματεύεσαι | να πραγματεύεσαι | (πραγματεύου) | |
γ' ενικ. | πραγματεύεται | πραγματευόταν(ε) | θα πραγματεύεται | να πραγματεύεται | ||
α' πληθ. | πραγματευόμαστε | πραγματευόμαστε πραγματευόμασταν |
θα πραγματευόμαστε | να πραγματευόμαστε | ||
β' πληθ. | πραγματεύεστε | πραγματευόσαστε πραγματευόσασταν |
θα πραγματεύεστε | να πραγματεύεστε | (πραγματεύεστε) | |
γ' πληθ. | πραγματεύονται | πραγματεύονταν πραγματευόντουσαν |
θα πραγματεύονται | να πραγματεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πραγματεύτηκα | θα πραγματευτώ | να πραγματευτώ | πραγματευτεί | ||
β' ενικ. | πραγματεύτηκες | θα πραγματευτείς | να πραγματευτείς | πραγματεύσου | ||
γ' ενικ. | πραγματεύτηκε | θα πραγματευτεί | να πραγματευτεί | |||
α' πληθ. | πραγματευτήκαμε | θα πραγματευτούμε | να πραγματευτούμε | |||
β' πληθ. | πραγματευτήκατε | θα πραγματευτείτε | να πραγματευτείτε | πραγματευτείτε | ||
γ' πληθ. | πραγματεύτηκαν πραγματευτήκαν(ε) |
θα πραγματευτούν(ε) | να πραγματευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πραγματευτεί | είχα πραγματευτεί | θα έχω πραγματευτεί | να έχω πραγματευτεί | πραγματευμένος | |
β' ενικ. | έχεις πραγματευτεί | είχες πραγματευτεί | θα έχεις πραγματευτεί | να έχεις πραγματευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πραγματευτεί | είχε πραγματευτεί | θα έχει πραγματευτεί | να έχει πραγματευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πραγματευτεί | είχαμε πραγματευτεί | θα έχουμε πραγματευτεί | να έχουμε πραγματευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πραγματευτεί | είχατε πραγματευτεί | θα έχετε πραγματευτεί | να έχετε πραγματευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πραγματευτεί | είχαν πραγματευτεί | θα έχουν πραγματευτεί | να έχουν πραγματευτεί |