πράγμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πράγμα | τα | πράγματα |
γενική | του | πράγματος | των | πραγμάτων |
αιτιατική | το | πράγμα | τα | πράγματα |
κλητική | πράγμα | πράγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πράγμα < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική πρᾶγμα.[1] Συγκρίνετε με το πράμα.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾaɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πράγ‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πράγμα και πράμα ουδέτερο
- κάθε αντικείμενο, κάθε τι που μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας
- κάθε υλικό αντικείμενο σε αντιδιαστολή με τα ζώα
- ζήτημα, υπόθεση
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- είμαι στα πράγματα: κατέχω πολιτική θέση ή πρόσκειμαι σε αυτούς που έχουν την εξουσία
- καλώς εχόντων των πραγμάτων
- κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντικείμενο γενικά
Επεξεργασία
- ↑ πράγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.