Δείτε επίσης: πρᾶγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πράγμα τα πράγματα
      γενική του πράγματος των πραγμάτων
    αιτιατική το πράγμα τα πράγματα
     κλητική πράγμα πράγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πράγμα < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική πρᾶγμα.[1][2] Συγκρίνετε με το πράμα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾaɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πράγ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πράγμα ουδέτερο

  1. κάθε αντικείμενο, κάθε τι που μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας
  2. κάθε υλικό αντικείμενο σε αντιδιαστολή με τα ζώα
    ⮡  Κάθε ουσιαστικό μπορεί να είναι πρόσωπο, ζώο ή πράγμα.
  3. ζήτημα, υπόθεση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

→ και δείτε εκφράσεις με το πράμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πράγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πράγμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)