Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υλικός η υλική το υλικό
      γενική του υλικού της υλικής του υλικού
    αιτιατική τον υλικό την υλική το υλικό
     κλητική υλικέ υλική υλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υλικοί οι υλικές τα υλικά
      γενική των υλικών των υλικών των υλικών
    αιτιατική τους υλικούς τις υλικές τα υλικά
     κλητική υλικοί υλικές υλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υλικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υλικός, ή, ό

  1. που είναι φτιαγμένος από ύλη
     αντώνυμα: άυλος
  2. ο σχετικός με την ύλη, σε αντίθεση με το πνεύμα, το νου
     αντώνυμα: ιδεατός, νοητικός, πνευματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία