Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
material materials

material (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το υλικό, μια ουσία από την οποία μπορούν να γίνουν πράγματα
    ⮡  building materials - οικοδομικά υλικά
    ⮡  good/bad quality materials - καλής/κακής ποιότητας υλικά
    ⮡  What material will you make the kitchen cabinets out of? Low-quality material.
    Από τι υλικό θα φτιάξεις τα ντουλάπια της κουζίνας; Ευτελές υλικό.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η ύλη, το υλικό, πράγματα που χρειάζονται για να κάνω μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
    ⮡  flammable/explosive materials - εύφλεκτες/εκρηκτικές ύλες
    ⮡  materials and supplies - υλικά και εφόδια
    ⮡  printed/advertising materials - έντυπο/διαφημιστικό υλικό
    ⮡  war materials - πολεμικό υλικό
  3. (μη μετρήσιμο) το υλικό, η ύλη, οι πληροφορίες ή οι ιδέες από βιβλία κτλ.
    ⮡  reading material - υλικό για διάβασμα
    ⮡  material for discussion - υλικό για συζήτηση
    ⮡  material for a story/film - υλικό για μια ιστορία/ένα φιλμ
    ⮡  propaganda material - προπαγανδιστικό υλικό
    ⮡  There was abundant photographic material.
    Βρέθηκε άφθονο φωτογραφικό υλικό.
    ⮡  They were examined on the material taught.
    Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
material materiais

material (pt) αρσενικό

  1. το υλικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

material (ro)

  1. υλικό

  Επίθετο

επεξεργασία

material (ro)

  1. υλικός
     αντώνυμα: πνευματικός