material
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
material | materials |
material (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το υλικό, μια ουσία από την οποία μπορούν να γίνουν πράγματα
- ⮡ building materials - οικοδομικά υλικά
- ⮡ good/bad quality materials - καλής/κακής ποιότητας υλικά
- ⮡ What material will you make the kitchen cabinets out of? Low-quality material.
- Από τι υλικό θα φτιάξεις τα ντουλάπια της κουζίνας; Ευτελές υλικό.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η ύλη, το υλικό, πράγματα που χρειάζονται για να κάνω μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- ⮡ flammable/explosive materials - εύφλεκτες/εκρηκτικές ύλες
- ⮡ materials and supplies - υλικά και εφόδια
- ⮡ printed/advertising materials - έντυπο/διαφημιστικό υλικό
- ⮡ war materials - πολεμικό υλικό
- (μη μετρήσιμο) το υλικό, η ύλη, οι πληροφορίες ή οι ιδέες από βιβλία κτλ.
- ⮡ reading material - υλικό για διάβασμα
- ⮡ material for discussion - υλικό για συζήτηση
- ⮡ material for a story/film - υλικό για μια ιστορία/ένα φιλμ
- ⮡ propaganda material - προπαγανδιστικό υλικό
- ⮡ There was abundant photographic material.
- Βρέθηκε άφθονο φωτογραφικό υλικό.
- ⮡ They were examined on the material taught.
- Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- material (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- material (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
material | materiais |
material (pt) αρσενικό
- το υλικό
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmaterial (ro)
Επίθετο
επεξεργασίαmaterial (ro)