ύλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύλη | οι | ύλες |
γενική | της | ύλης | των | υλών |
αιτιατική | την | ύλη | τις | ύλες |
κλητική | ύλη | ύλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύλη < αρχαία ελληνική ὕλη
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαύλη θηλυκό
- η ουσία από την οποία αποτελούνται όλα τα σώματα. Διαθέτει φυσικές και χημικές ιδιότητες, αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια και μπορεί να βρίσκεται σε στερεή, υγρή ή αέρια μορφή
- οργανική / ανόργανη ύλη
- καθετί που έχει μάζα, όγκο και βάρος και το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις
- η ουσία κατασκευής κάποιου πράγματος
- ξύλινη / μεταλλική ύλη
- κάθετι που φθείρεται και χρησιμοποιείται για να παραχθεί κάτι άλλο
- καύσιμη ύλη
- το περιεχόμενο ενός βιβλίου, μιας εφημερίδας, ενός εντύπου
- περιοδικό με πλούσια ύλη
- το γνωστικό αντικείμενο που περιλαμβάνει ένα μάθημα
- εξεταστέα / διδαχθείσα ύλη
- το αντικείμενο για το οποίο είναι κάποιος αρμόδιος
- καθετί που εκκρίνει το σώμα φυσιολογικά ή παθολογικά
- τα υλικά αγαθά, οι απολαύσεις του φαγητού, του ποτού κ.λπ. (σε αντίθεση με τις πνευματικές απολαύσεις}
- το κυνήγι της ύλης απασχολεί τον σύγχρονο άνθρωπο
Εκφράσεις
επεξεργασία- γραφική ύλη : οτιδήποτε είναι απαραίτητο για την γραφή ή την εξυπηρετεί
- διδακτέα ύλη
- εφ' όλης της ύλης : στα πάντα
- καθ' ύλην αρμόδιος : ο αρμόδιος για ένα θέμα
- καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο : το δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα να εκδικάζει μια υπόθεση
- πρώτη ύλη : κάλε υλικό αγαθό που χρησιμοποιείται σε πρωτογενή ή δευτερογενή μορφή στη βομηχανία ή τη βιοτεχνία για την παραγωγή άλλων αγαθών
- συνθετική ύλη : το υλικό που έχει παραχθεί με συνθετικά μέσα, όχι φυσικά