εξαϋλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαϋλώνω < εξ + άυλος < (ελληνιστική κοινή) ἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη
Ρήμα
επεξεργασίαεξαϋλώνω (παθητική φωνή: εξαϋλώνομαι)
- μετατρέπω κάτι σε άυλο, αφαιρώ την υλικότητα
- (φυσική) μετατρέπω την ύλη σε ενέργεια
- (μεταφορικά) αφαιρώ, εξαφανίζω
- (μεταφορικά) εξιδανικεύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαϋλώνω | εξαΰλωνα | θα εξαϋλώνω | να εξαϋλώνω | εξαϋλώνοντας | |
β' ενικ. | εξαϋλώνεις | εξαΰλωνες | θα εξαϋλώνεις | να εξαϋλώνεις | εξαΰλωνε | |
γ' ενικ. | εξαϋλώνει | εξαΰλωνε | θα εξαϋλώνει | να εξαϋλώνει | ||
α' πληθ. | εξαϋλώνουμε | εξαϋλώναμε | θα εξαϋλώνουμε | να εξαϋλώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαϋλώνετε | εξαϋλώνατε | θα εξαϋλώνετε | να εξαϋλώνετε | εξαϋλώνετε | |
γ' πληθ. | εξαϋλώνουν(ε) | εξαΰλωναν εξαϋλώναν(ε) |
θα εξαϋλώνουν(ε) | να εξαϋλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαΰλωσα | θα εξαϋλώσω | να εξαϋλώσω | εξαϋλώσει | ||
β' ενικ. | εξαΰλωσες | θα εξαϋλώσεις | να εξαϋλώσεις | εξαΰλωσε | ||
γ' ενικ. | εξαΰλωσε | θα εξαϋλώσει | να εξαϋλώσει | |||
α' πληθ. | εξαϋλώσαμε | θα εξαϋλώσουμε | να εξαϋλώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαϋλώσατε | θα εξαϋλώσετε | να εξαϋλώσετε | εξαϋλώστε | ||
γ' πληθ. | εξαΰλωσαν εξαϋλώσαν(ε) |
θα εξαϋλώσουν(ε) | να εξαϋλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαϋλώσει | είχα εξαϋλώσει | θα έχω εξαϋλώσει | να έχω εξαϋλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαϋλώσει | είχες εξαϋλώσει | θα έχεις εξαϋλώσει | να έχεις εξαϋλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαϋλώσει | είχε εξαϋλώσει | θα έχει εξαϋλώσει | να έχει εξαϋλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαϋλώσει | είχαμε εξαϋλώσει | θα έχουμε εξαϋλώσει | να έχουμε εξαϋλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαϋλώσει | είχατε εξαϋλώσει | θα έχετε εξαϋλώσει | να έχετε εξαϋλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαϋλώσει | είχαν εξαϋλώσει | θα έχουν εξαϋλώσει | να έχουν εξαϋλώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαϋλώνομαι | εξαϋλωνόμουν(α) | θα εξαϋλώνομαι | να εξαϋλώνομαι | ||
β' ενικ. | εξαϋλώνεσαι | εξαϋλωνόσουν(α) | θα εξαϋλώνεσαι | να εξαϋλώνεσαι | (εξαϋλώνου) | |
γ' ενικ. | εξαϋλώνεται | εξαϋλωνόταν(ε) | θα εξαϋλώνεται | να εξαϋλώνεται | ||
α' πληθ. | εξαϋλωνόμαστε | εξαϋλωνόμαστε εξαϋλωνόμασταν |
θα εξαϋλωνόμαστε | να εξαϋλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξαϋλώνεστε | εξαϋλωνόσαστε εξαϋλωνόσασταν |
θα εξαϋλώνεστε | να εξαϋλώνεστε | (εξαϋλώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξαϋλώνονται | εξαϋλώνονταν εξαϋλωνόντουσαν |
θα εξαϋλώνονται | να εξαϋλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαϋλώθηκα | θα εξαϋλωθώ | να εξαϋλωθώ | εξαϋλωθεί | ||
β' ενικ. | εξαϋλώθηκες | θα εξαϋλωθείς | να εξαϋλωθείς | εξαϋλώσου | ||
γ' ενικ. | εξαϋλώθηκε | θα εξαϋλωθεί | να εξαϋλωθεί | |||
α' πληθ. | εξαϋλωθήκαμε | θα εξαϋλωθούμε | να εξαϋλωθούμε | |||
β' πληθ. | εξαϋλωθήκατε | θα εξαϋλωθείτε | να εξαϋλωθείτε | εξαϋλωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξαϋλώθηκαν εξαϋλωθήκαν(ε) |
θα εξαϋλωθούν(ε) | να εξαϋλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαϋλωθεί | είχα εξαϋλωθεί | θα έχω εξαϋλωθεί | να έχω εξαϋλωθεί | εξαϋλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαϋλωθεί | είχες εξαϋλωθεί | θα έχεις εξαϋλωθεί | να έχεις εξαϋλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαϋλωθεί | είχε εξαϋλωθεί | θα έχει εξαϋλωθεί | να έχει εξαϋλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαϋλωθεί | είχαμε εξαϋλωθεί | θα έχουμε εξαϋλωθεί | να έχουμε εξαϋλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαϋλωθεί | είχατε εξαϋλωθεί | θα έχετε εξαϋλωθεί | να έχετε εξαϋλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαϋλωθεί | είχαν εξαϋλωθεί | θα έχουν εξαϋλωθεί | να έχουν εξαϋλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαϋλώνω