Δείτε επίσης: ύλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῡλα-
ονομαστική ὕλη αἱ ὗλαι
      γενική τῆς ὕλης τῶν ὑλῶν
      δοτική τῇ ὕλ ταῖς ὕλαις
    αιτιατική τὴν ὕλην τὰς ὕλᾱς
     κλητική ! ὕλη ὗλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὕλ
γεν-δοτ τοῖν  ὕλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕλη < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν ευσταθεί προτεινόμενη σύνδεση με λέξεις που σημαίνουν 'δάσος'όπως η λατινική silva [1] (? πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel-, *sel-)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὕλη θηλυκό

  1. το δάσος, τα δέντρα που δεν φέρουν καρπούς
    ⮡  ὑλαῖα ήθη (ο τρόπος ζωής στα δάση, ο άγριος)
    ⮡  ...τὰ δένδρα καὶ ὕλη (δέντρα με καρπούς και δέντρα για ξυλεία)
  2. η ξυλεία
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 4.4, 1 @perseus.tufts.edu
    πλατύπυγα δὲ ποιοῦσι καὶ ὑψίπρυμνα καὶ ὑψόπρωιρα διὰ τὰς ἀμπώτεις͵ δρυΐνης ὕλης ἧς ἐστιν εὐπορία
    ⮡  ὕλη οἰκοδομική
  3. το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες (π.χ. ποίηση)
    ⮡  ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι
    ⮡  ὕλη ἰατρική
    ⮡  ὕλη τῶν ἐμπυημάτων (εκκρίσεις, πύο)
  4. (φιλοσοφία) ό,τι γεννιέται και πεθαίνει, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή και το είδος
    ⮡  ὕλη ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ὑλ- 

και

Δε σχετίζεται το ὑλάω (γαυγίζω)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.