διυλιστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διυλιστήριον | τὰ | διυλιστήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | διυλιστηρίου | τῶν | διυλιστηρίων | ||||
δοτική | τῷ | διυλιστηρίῳ | τοῖς | διυλιστηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | διυλιστήριον | τὰ | διυλιστήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | διυλιστήριον | διυλιστήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διυλιστηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διυλιστηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διυλιστήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διυλίζω, διυλυσ- + -τήριον < δι- (διά) + ὑλίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιυλιστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) διυλιστήριον: το διυλιστήριο
Πηγές
επεξεργασία- διυλιστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.