διά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διά < αρχαία ελληνική διά < *δισ-α < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dwis-
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
διά
- δηλώνει:
- διέλευση
- θα ταξιδέψομε διά ξηράς
- χρονική διάρκεια
- η διά βίου εκπαίδευση
- όργανο, μέσο, τρόπο
- διά της διπλωματικής οδού
- αναφορά
- αιτία
- (μαθηματικά) διαίρεση
- οκτώ διά τέσσερα ίσον δύο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- δι’
- δια
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Για λόγους ευφωνίας ο τύπος δι᾿ χρησιμοποιείται πριν από φωνήεν
- Η λέξη αυτή σύμφωνα με τη σχολική γραμματική γράφεται χωρίς τόνο και θεωρείται μονοσύλλαβη. Σε άλλα λεξικά θεωρείται δισύλλαβη και γράφεται με τόνο.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διά