διαίρεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαίρεση | οι | διαιρέσεις |
γενική | της | διαίρεσης* | των | διαιρέσεων |
αιτιατική | τη | διαίρεση | τις | διαιρέσεις |
κλητική | διαίρεση | διαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαίρε(σις) + -ση [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈe.ɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αί‐ρε‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαίρεση θηλυκό
- ο χωρισμός σε κομμάτια, τμήματα
- ↪ η λύση θα δοθεί με τη διαίρεση του δωματίου σε τρεις ξεχωριστούς χώρους
- (αριθμητική) μία από τις τέσσερις βασικές πράξεις στην αριθμητική
- ↪ ο διαιρέτης διαιρεί ακριβώς τον διαιρετέο όταν το υπόλοιπο της διαίρεσης είναι μηδέν
- σύμβολο: ÷
- ≠ αντώνυμα: πολλαπλασιασμός
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής: πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση
- διαίρεση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωρισμός
αριθμητική πράξη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διαίρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.