πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαίρεση οι διαιρέσεις
      γενική της διαίρεσης* των διαιρέσεων
    αιτιατική τη διαίρεση τις διαιρέσεις
     κλητική διαίρεση διαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαίρε(σις) + -ση [1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαίρεση θηλυκό

  1. ο χωρισμός σε κομμάτια, τμήματα
      η λύση θα δοθεί με τη διαίρεση του δωματίου σε τρεις ξεχωριστούς χώρους
  2. (αριθμητική) μία από τις τέσσερις βασικές πράξεις στην αριθμητική
      ο διαιρέτης διαιρεί ακριβώς τον διαιρετέο όταν το υπόλοιπο της διαίρεσης είναι μηδέν
    σύμβολο: ÷
     αντώνυμα: πολλαπλασιασμός

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία