διαίρεση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαίρεση < αρχαία ελληνική διαίρεσις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ˈɛ.ɾɛ.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαίρεση θηλυκό
- ο χωρισμός σε κομμάτια, τμήματα
- η λύση θα δοθεί με τη διαίρεση του δωματίου σε τρεις ξεχωριστούς χώρους
- (αριθμητική) μία από τις τέσσερις βασικές πράξεις στην αριθμητική
- ο διαιρέτης διαιρεί ακριβώς τον διαιρετέο όταν το υπόλοιπο της διαίρεσης είναι μηδέν
- Σύμβολο: ÷
- ≠ αντώνυμα: πολλαπλασιασμός
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής: πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση
- διαίρεση στη Βικιπαίδεια