Ετυμολογία

επεξεργασία
διαίρεσις < διαιρέω - διαιρῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαίρεσις θηλυκό

  1. η διαίρεση, ο χωρισμός σε μέρη
  2. το μοίρασμα (χρημάτων, λαφύρων κλπ)
    Μετὰ δὲ τὴν διαίρεσιν τῆς ληίης ἔπλεον οἱ Ἕλληνες ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἀριστήια δώσοντες τῷ ἀξιωτάτῳ γενομένῳ Ἑλλήνων ἀνὰ τὸν πόλεμον τοῦτον. (Ηρόδοτος, 8.123)
  3. η διάκριση μεταξύ δύο εννοιών
  4. η διαίρεση ενός γένους σε είδη
  5. ο χωρισμός ενός ρητορικού λόγου σε μέρη
  6. ο χωρισμός μιας διφθόγγου (ή μιας συλλαβής) σε δύο συλλαβές
    τὸ δὲ πλοῖον προπερισπᾶται ὡς πάσχον διαίρεσιν αἰολικῶς. πλόϊον γὰρ λέγεται. (Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ καθολικῇς προσῳδίας, 3.1.376)