διαίρεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιαίρεσις θηλυκό
- η διαίρεση, ο χωρισμός σε μέρη
- το μοίρασμα (χρημάτων, λαφύρων κλπ)
- Μετὰ δὲ τὴν διαίρεσιν τῆς ληίης ἔπλεον οἱ Ἕλληνες ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἀριστήια δώσοντες τῷ ἀξιωτάτῳ γενομένῳ Ἑλλήνων ἀνὰ τὸν πόλεμον τοῦτον. (Ηρόδοτος, 8.123)
- η διάκριση μεταξύ δύο εννοιών
- η διαίρεση ενός γένους σε είδη
- ο χωρισμός ενός ρητορικού λόγου σε μέρη
- ο χωρισμός μιας διφθόγγου (ή μιας συλλαβής) σε δύο συλλαβές
- τὸ δὲ πλοῖον προπερισπᾶται ὡς πάσχον διαίρεσιν αἰολικῶς. πλόϊον γὰρ λέγεται. (Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ καθολικῇς προσῳδίας, 3.1.376)