γένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γένος | τα | γένη |
γενική | του | γένους | των | γενών |
αιτιατική | το | γένος | τα | γένη |
κλητική | γένος | γένη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γένος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝe.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐νος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος ουδέτερο
- ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, ευρύτερο από την οικογένεια
- το έθνος, ιδιαίτερα το ελληνικό
- μία ευρύτερη έννοια που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - είδη
- (γραμματική) γραμματική κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, σε μετοχές ή αντωνυμίες· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο γένος
- (ταξινομία) υποδιαίρεση των ταξινομικών βαθμίδων, ανώτερη από το είδος και κατώτερη από την οικογένεια
- της μητέρας το πατρικό επώνυμο (επίθετο)
- ↪ Η Ελένη Χατζηαργύρη, το γένος Γαρυφαλλίδου, υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου
- το κοινωνικό φύλο ενός ατόμου, το οποίο είναι βασισμένο στο σύνολο των χαρακτηριστικών που παραπέμπουν στη θηλυκότητα, την αρρενωπότητα ή την ανδρογυνία, στους έμφυλους ρόλους και στη ταυτότητα φύλου.
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γένος
το έθνος
|
της μητέρας το πατρικό επώνυμο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «γένος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεᾰ |
γενική | τοῦ | γένους - γένεος | τῶν | γενῶν - γενέων |
δοτική | τῷ | γένει - γένεῐ̈ | τοῖς | γένεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεα |
κλητική ὦ! | γένος | γένη - γένεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γένει - γένεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γενοῖν - γενέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γένος < από θέμα του γίγνομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος
- καταγωγή,οικογένεια
- ↪ οἱ ἐν γένει (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά)
- ↪οἱ ἔξω γένους (οι μη οικείοι)
- ↪ ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί (κρατάω από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη)
- εξ αίματος συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια
- ↪ γένει υἱός ( : ο εκ γενετής, βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον θετό)
- ↪ γένος γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια (Ισαίος σε δίκη για κληρονομικά, βλ. σημείωση)
- παιδί, εγγόνι, απόγονος
- ομάδα ομοειδών (π.χ. ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη
- ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους
- ↪ ἡμιθέων γένος
- ↪ τῷ ἀνθρωπείῳ γένει
- ↪ τὸ τῶν περιστερῶν γένος
- φύλο
- ↪ τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ (Πλάτωνας)
- στη λογική το γένος είναι το αντίθετο του είδους
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «γένος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «γένος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.