γένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γένος | τα | γένη |
γενική | του | γένους | των | γενών |
αιτιατική | το | γένος | τα | γένη |
κλητική | γένος | γένη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝe.nos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος ουδέτερο
- ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, ευρύτερο από την οικογένεια
- το έθνος, ιδιαίτερα το ελληνικό
- μία ευρύτερη έννοια που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - είδη
- (για έμψυχα) η διάκριση φύλου
- ⮡ Τα γένη των περισσότερων οργανισμών βάσει του συστήματος φυλοκαθορισμού διακρίνονται σε άρρενα (αρσενικά)) και θήλεα (θηλυκά)
- ≈ συνώνυμα: φυσικό γένος
- → δείτε επίσης σύστημα φυλοκαθορισμού στη Βικιπαίδεια
- της μητέρας το πατρικό επώνυμο (επίθετο)
- ⮡ Η Ελένη Χατζηαργύρη, το γένος Γαρυφαλλίδου, υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου
- (γραμματική) γραμματική κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, σε μετοχές ή αντωνυμίες· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο γένος
- (ταξινομία) υποδιαίρεση των ταξινομικών βαθμίδων, ανώτερη από το είδος και κατώτερη από την οικογένεια
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τα ομόρριζα γένεση, γεννάω, γόνος και γνήσιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γένος
το έθνος
|
της μητέρας το πατρικό επώνυμο
Πηγές
επεξεργασία- γένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεᾰ |
γενική | τοῦ | γένους - γένεος | τῶν | γενῶν - γενέων |
δοτική | τῷ | γένει - γένεῐ̈ | τοῖς | γένεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεα |
κλητική ὦ! | γένος | γένη - γένεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γένει - γένεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γενοῖν - γενέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γένος < από θέμα του γίγνομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος
- καταγωγή,οικογένεια
- ⮡ οἱ ἐν γένει (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά)
- ⮡ οἱ ἔξω γένους (οι μη οικείοι)
- ⮡ ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί (κρατάω από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη)
- εξ αίματος συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια
- ⮡ γένει υἱός (ο εκ γενετής, βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον θετό)
- ⮡ γένος γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια (Ισαίος, σε δίκη για κληρονομικά)
- παιδί, εγγόνι, απόγονος
- ομάδα ομοειδών (όπως ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη
- ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους
- ⮡ ἡμιθέων γένος
- ⮡ τῷ ἀνθρωπείῳ γένει
- ⮡ τὸ τῶν περιστερῶν γένος
- φύλο
- ⮡ τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ (Πλάτωνας) → χρειάζεται παράθεμα
- στη λογική το γένος είναι το αντίθετο του είδους
Συγγενικά
επεξεργασία- -γενής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -γενής στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται παράγωγα και συγγενικά)
Πηγές
επεξεργασία- γένος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γένος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.