Δείτε επίσης: -γόνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -γενής η -γενής το -γενές
      γενική του -γενούς* της -γενούς του -γενούς
    αιτιατική τον -γενή τη(ν) -γενή το -γενές
     κλητική -γενή(ς) -γενής -γενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -γενείς οι -γενείς τα -γενή
      γενική των -γενών των -γενών των -γενών
    αιτιατική τους -γενείς τις -γενείς τα -γενή
     κλητική -γενείς -γενείς -γενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-γενής < αρχαία ελληνική -γενής < γίγνομαι (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική -gène ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική -genous)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -γε‐νής

  Επίθημα επεξεργασία

-γενής

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία